παρατανύω

παρατανύω
Α
εκτείνω, ξαπλώνω κάτι κοντά ή κατά μήκος ή μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι, παραθέτω («παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τανύω «τεντώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρατάνυσμα — τὸ, Α [παρατανύω] 1. το τεντωμένο, το απλωμένο 2. συνεκδ. κάλυμμα, παραπέτασμα, σκηνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”